statut | |
comp., MS | κατάσταση |
social.sc. | θέση |
statuts | |
busin. labor.org. | καταστατικό μιάς εταιρείας |
insur. | εσωτερικοί κανονισμοί |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
observateur | |
econ. | παρατηρητής |
| |||
καταστατικό μιάς εταιρείας | |||
εσωτερικοί κανονισμοί | |||
καταστατικό της εταιρείας | |||
| |||
κατάσταση | |||
θέση |
statut: 329 phrases in 38 subjects |