DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
mutilation sexuelle féminine
gen. ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων
med. αποκοπή των γυναικείων εξωτερικών γεννητικών οργάνων; ακρωτηριασμός των εξωτερικών γυναικείων σεξουαλικών οργάνων