deuxième | |
forestr. | διαλογής; δεύτερης ποιότητας |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
couverture | |
environ. | επικάλυψη |
| |||
διαλογής; δεύτερης ποιότητας |
deuxième: 184 phrases in 39 subjects |