DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότη
market., fin. Postcheckguthaben n; Postscheck m; Postscheckguthaben n; Postscheckkonto n