DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
δικηγόρος, ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους
polit., law avvocato iscritto negli albi professionali
δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους
law avvocato abilitato ad esercitare in uno Stato membro