DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
το συρματόπλεγμα αμερικάνικου τύπου,με μεγάλες τρύπες,δεν αρμόζει για φράκτης κατά των άγριων ζώων
agric., met. stormasket trådnet egner sig ikke til vildthegn