DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους
interntl.trade. exemption, remission or deferral of prior-stage cumulative indirect taxes