DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
nöyhtä form.
industr., construct. παρασυρόμενη φύρα; χνούδι; αιωρούμενες ίνες; φύρα; υποπροϊόντα κλωστηρίου; φύρα κλωστηρίου; ίνες αιωρούμενες; τυλίπα
textile κουβάρι