DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
Myötämäärääminen form.
empl. συμμετοχή των εργαζομένων
myötämäärääminen form.
gen. συναπόφαση ; συμμετοχή των εργαζομένων
econ. συνδιαχείριση
law, social.sc., lab.law. συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση