illegal | |
forestr. | ποινικός; εγκληματικός |
Arbeitnehmer | |
econ. | μισθωτός; εργαζόμενος |
lab.law. | εργαζόμενος; μισθωτός εργαζόμενος |
law lab.law. | εργατικό δυναμικό |
law stat. | εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού |
social.sc. lab.law. | εργατική τάξη |
| |||
ποινικός; εγκληματικός | |||
άκυρος |
illegaler: 163 phrases in 19 subjects |