Zeit | |
environ. | χρόνος; καιρός; φορά; χρονικό διάστημα; ώρα; χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα |
Allgemein | |
comp., MS | Γενικά |
| |||
χρόνος; καιρός; φορά; χρονικό διάστημα; ώρα; χρόνος/καιρός/ώρα/φορά/χρονικό διάστημα | |||
German thesaurus | |||
| |||
'Z', "T", "B" (положение рукоятки выдержек для получения длительной выдержки) |
Zeit: 271 phrases in 35 subjects |