DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Treibstoff m m -(e)s, -e
chem. προωστικό; αναλώσιμο προωστικό; καύσιμο προωθητικό υλικό
coal., chem. ωστική εκρηκτική ύλη; μέσα προώθησης
energ.ind. καύσιμα
energ.ind., mech.eng. καύσιμο κινητήρα; βενζίνη για κινητήρες
environ. προωθητικό; προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη; προωθητικό μέσο/προωστική ύλη
industr. προωθητικό μέσο; προωθητήριο; προωθητική ύλη
Treibstoff: 16 phrases in 6 subjects
Chemistry9
Energy industry1
General2
Materials science1
Natural sciences1
Transport2