DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
Sperrfrist f =, -en
cultur. απαγόρευση; εμπάργκο
IT ημερομηνία εκπνοής; περίοδος διατήρησης; περίοδος επίσχεσης; περίοδος κράτησης
market. περίοδος αναστολής των εισαγωγών