P | |
el. | πεδίο αριθμού ακολουθίας λήψης πακέτου; πεδίο αριθμού ακολουθίας εκπομπής πακέτου |
P+ | |
commun. | Εποπτεία Ευρωπαϊκής Συμμετοχής; P+ |
Pes | |
med. | άκρος πούς; πους; πόδι; στρεβλός πους |
Test | |
environ. | δοκιμή |
Priestlyscher: 4 phrases in 2 subjects |
Mathematics | 2 |
Statistics | 2 |