DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Erschütterung f =, -en
gen. πρόσκρουση
earth.sc., mech.eng. κραδασμός
environ. δονήσεις; κραδασμοί; ταλαντώσεις; δονήσεις/κραδασμοί/ταλαντώσεις
fish.farm. αποτριβή
med. δόνηση; διάσειση; κλονισμός; τράνταγμα
Erschütterung: 2 phrases in 2 subjects
Economy1
General1