DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
to phrases
Echolot n n -(e)s, -e
gen. ηχοβολιστικό βυθόμετρο; σόναρ; ηχοεντοπιστική συσκευή' σόναρ
nat.sc. ηχητικό βυθόμετρο; ηχοβολιστική συσκευή
phys.sc. βυθόμετρο; ηχητικός βυθομετρητής; ηχοβολιστικό μηχάνημα; ηχοβολιστικός ενδείκτης ψαριών; συσκευή ηχοβολίσεως
Echolot: 2 phrases in 2 subjects
Earth sciences1
General1