Drehgestell | |
gen. | περιστρεφόμενο ικρίωμα; περιστρεφόμενο πλαίσιο; περιστρεφόμενο υπόβαθρο; φορείο; φορείο βάσεων |
forestr. | τροχοφορείο |
Flachwagen | |
transp. | επίπεδο βαγόνι |
| |||
περιστρεφόμενο ικρίωμα; περιστρεφόμενο πλαίσιο; περιστρεφόμενο υπόβαθρο; φορείο; φορείο βάσεων | |||
τροχοφορείο | |||
περιστρεφόμενη κλίνη |
Drehgestell-Flachwagen: 1 phrase in 1 subject |
Transport | 1 |