Tank | |
gen. | δεξαμενή; τανκς |
agric. | ντεπόζιτο; μεταλλικό δοχείο |
mech.eng. | ρεζερβουάρ; δεξαμενή καυσίμου |
transp. | εμπορευματοκιβώτιο βυτιοδέκτης |
Tanker | |
econ. | δεξαμενόπλοιο |
transp. | δεξαμενόπολοιο |
transp. nautic. | πετρελαιοφόρο |
Think: 2 phrases in 2 subjects |
Construction | 1 |
General | 1 |