DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
penningmarknadsinstrument form.
fin. μέσα χρηματαγοράς; τίτλος της νομισματαγοράς; τίτλος της χρηματαγοράς
interntl.trade., fin., econ. μέσο χρηματαγοράς