garnspole | |
industr. construct. | κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό |
varp | |
fish.farm. | συρματόσχοινο με το οποίο σέρνεται το δίχτυ στο βυθό |
industr. construct. | στημόνι; στήμων υφάσματος |
| |||
κύλινδρος; μασούρι κυλινδρικό |
garnspole: 3 phrases in 2 subjects |
Industry | 1 |
Technology | 2 |