DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
flexibel arbetstid
econ. ελαστικό ωράριο
lab.law. ελαστικότητα ωραρίου εργασίας; ευελιξία του χρόνου εργασίας; ευελιξία των ωρών εργασίας; ελαστικότητα του ωραρίου απασχόλησης
social.sc., lab.law., empl. ελαστικό ωράριο εργασίας