fast | |
gen. | έστω και αν; σταθερά; σταθερός |
agric. | σφικτός |
commun. | ρυθμισμένος |
transp. | στερεός |
anslag | |
chem. | απόθεμα εκκίνησης |
econ. | τοιχοκόλληση |
el. | διάταξη τοποθέτησης βάθους εργαλείου σύσφιξης |
| |||
έστω και αν; σταθερά; σταθερός | |||
σφικτός | |||
ρυθμισμένος | |||
στερεός | |||
| |||
καρφιτσώνω |
fast: 407 phrases in 45 subjects |