DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
enskilt vindkraftverk
energ.ind., mech.eng., el. απομονωμένη ανεμογεννήτρια; ανεμογεννήτρια αυτόνομης εγκατάστασης; ανεμογεννήτρια αυτόνομης λειτουργίας