sträcka | |
gen. | έκταση; τεντώνω |
comp., MS | επεκτείνω |
industr. construct. | κάνω δοκιμές μονταρίσματος; κάνω δοκιμαστικό μοντάρισμα; προβάρω; περνώ στη ράμα; επεξεργάζομαι στη ράμα |
deklarerad: 4 phrases in 2 subjects |
Information technology | 1 |
Transport | 3 |