DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
maalwerktuig n
agric. πατητήρι; θλιπτήριο
druivenmaalwerktuig n
agric. πιεστήριο; σταφυλοπιεστήριο; θραυστήρας σταφυλών; θλιπτήριο; πατητήρι