DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
klokkenluider adj.
busin., unions. όποιος έχει καταγγείλει δυσλειτουργίες; καταγγέλλων δυσλειτουργίες; καταγγέλτης; μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος; υπάλληλος που καταγγέλλει δυσλειτουργίες