element | |
gen. | στοιχειακή ένωση |
nat.sc. agric. | κύτταρον ξύλου |
tech. | αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι |
transp. | στοιχείο; δομικό τμήμα; τμήμα; φέρον στοιχείο |
mede | |
food.ind. | υδρόμελι |
lang | |
mater.sc. chem. | παχύ |
halfwaardetijd | |
el. | διάρκεια ημίσεος εύρους |
| |||
στοιχειακή ένωση | |||
κύτταρον ξύλου | |||
αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι | |||
στοιχείο; δομικό τμήμα; τμήμα; φέρον στοιχείο | |||
| |||
χημικά στοιχεία |
element: 427 phrases in 33 subjects |