binnenbrengen | |
agric. | αποθηκεύω σε σιτοβολώνα |
binnenhalen | |
agric. | αποθηκεύω σε σιτοβολώνα |
onderneming | |
econ. | επιχείρηση |
environ. | επιχειρηματικός κλάδος; κλάδος των επιχειρήσεων; επιχειρηματικός κλάδος/κλάδος των επιχειρήσεων |
Personen | |
comp., MS | Επαφές |
| |||
αποθηκεύω σε σιτοβολώνα | |||
έλκω; ρυμουλκώ; σύρω | |||
| |||
αποθηκεύω σε σιτοβολώνα |
binnen: 286 phrases in 39 subjects |