DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
al dan niet bezoldigde beroepswerkzaamheden verrichten
gen. ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη
empl. έχω επαγγελματική απασχόληση, αμειβόμενη ή μη
social.sc. ασκώ επαγγελματική δραστηριότητα,αμειβόμενη ή μη