adviseur | |
agric. | αγροτικός εμπειρογνώμονας; αγροτικός σύμβουλος; γεωργικός σύμβουλος; ειδικός επί των αγροτικών θεμάτων |
ter plaatse | |
environ. | επί τόπου; επιτόπιος |
| |||
αγροτικός εμπειρογνώμονας; αγροτικός σύμβουλος; γεωργικός σύμβουλος; ειδικός επί των αγροτικών θεμάτων | |||
σύμβουλος |
adviseur: 51 phrases in 18 subjects |