uitkering | |
busin. labor.org. account. | διανομή; διανέμομαι |
fin. | δικαίωμα επιδόματος |
insur. | παροχή; παροχή εις χρήμα |
insur. social.sc. sociol. | χρηματική παροχή; παροχή εις είδος; παροχές σε χρήμα |
social.sc. | παροχή σε χρήματα; επίδομα |
aanvullende: 200 phrase in 39 subjects |