aanbouwlier | |
nat.sc. agric. | υψωμένος στρόφαλος; φερόμενο μαγγάνι |
aanblazen | |
industr. construct. met. | φύσημα σχηματοδότησης |
met. | άναμμα υψικαμίνου |
aanspannen | |
agric. | ζεύγνυμι; ζεύω |
achteras | |
transp. | οπίσθιος άξονας; αποδεκτό φορτίο επί του οπισθίου άξονος |
| |||
υψωμένος στρόφαλος; φερόμενο μαγγάνι |
aanbouwlier: 2 phrases in 1 subject |
Natural sciences | 2 |