besluit | |
gen. | απόφαση |
econ. | διοικητική απόφαση; απόφαση |
environ. | ψήφισμα; απόφαση; διάταξη/κανονισμός; ψήφισμα |
law | διάταγμα; πράξη |
polit. law | απόφαση sui generis |
financiële diensten | |
econ. | χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες |
| |||
απόφαση | |||
διοικητική απόφαση | |||
ψήφισμα; απόφαση δικαστηρίου; διάταξη/κανονισμός; ψήφισμα πράξη | |||
διάταγμα; πράξη | |||
απόφαση sui generis; ιδιάζουσα απόφαση sui generis | |||
| |||
αποφασίζω | |||
| |||
απόφαση (ΕE) |
Besluit: 213 phrases in 25 subjects |