vignetta visto | |
gen. | αυτοκόλλητη θεώρηση |
Comune | |
gen. | Δήμος |
law | κοινότητα |
comune | |
gen. | Συμβούλιο |
econ. | δήμοι και κοινότητες |
environ. | δήμος; δημαρχία; δήμος/δημαρχία |
IT dat.proc. | Καταμερισμένος; κοινής χρήσεως |
| |||
αυτοκόλλητη θεώρηση |
vignetta visto: 2 phrases in 1 subject |
Immigration and citizenship | 2 |