DictionaryForumContacts

   Italian Greek
Google | Forvo | +

noun | to phrases
tampone m
earth.sc., el. απομονωτήρας; απομονωτής
health. ταμπόν περιόδου
industr., construct. φιάπα
mech.eng. ενδιάμεσος χώρος; ηθμός; φίλτρο
med. ράβδος με αποστειρωμένο βαμβάκι στο άκρο για την λήψη ρινοφαρυγγικού εκκρίματος για μικροβιολογική εξέταση; ρυθμιστικό διάλυμα; επίθεμα; κομπρέσσα; μάκτρον; σπόγγος; ταμπόν
met. βούλωμα; κεφαλή ανακοπής
tampone
mech.eng. διαχωριστικός χώρος
med. επίδεσμος; μικρή κομπρέσα
tampone: 110 phrases in 15 subjects
Chemistry17
Earth sciences1
Electronics6
General12
Health care7
Industry7
Information technology20
Life sciences1
Mechanic engineering5
Medical14
Metallurgy4
Natural sciences6
Pharmacy and pharmacology4
Technology1
Transport5