DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
scanalatura f
gen. σχισμή; θυρίδα
industr., construct. αυλάκωση; αυλάκι; αυλακιά; κανάλι; σανίδες που έχουν ενωθεί μεταξύ τους μέσω γκινισιάς
mech.eng. κατασκευή εντομών; αύλακα; κομβιοδόχη ενός φορέα του κατεργαζόμενου κομματιού
med. αύλακα (sulcus); αυλάκι (sulcus)
nat.sc., agric. προσαυξητικός αύλαξ πρέμνου
transp. αύλακας; εγκοπή; εντομή; εντορμία; πατούρα; ράβδωση; κούτσα; οριζόντιο συνδετικό έλασμα διπύθμενων και πλευράς έδρα νομέα
transp., construct. εγκοπή αναρτήσεως
transp., mech.eng. αυλακώσεις; σφηνόδρομοι
scanalatura: 29 phrases in 9 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Construction1
Earth sciences3
General1
Industry7
Mechanic engineering11
Medical3
Metallurgy1