radice | |
construct. | αρχικό τμήμα μώλου |
environ. | ρίζα; ρίζωμα |
IT scient. | βασικός αριθμός |
IT tech. | βάση |
med. | ρίζα; οδοντική ρίζα; ρίζα δοντιού; ανατομική ρίζα |
| |||
αρχικό τμήμα μώλου | |||
ρίζα; ρίζωμα | |||
βασικός αριθμός | |||
βάση | |||
ρίζα (radix); οδοντική ρίζα (radix dentis); ρίζα δοντιού (radix dentis); ανατομική ρίζα (radix dentis) | |||
χοάνη; πύλη |
radice: 294 phrases in 16 subjects |