DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
madre surrogata
obs., proced.law. δάνεια μήτρα; δανεική μητέρα
proced.law. κυοφόρος γυναίκα; κυοφόρος μητέρα; υποκατάστατη μητέρα; φέρουσα μητέρα
social.sc. παρένθετη μητέρα; βιολογική μητέρα; μητέρα-αντικαταστάτρια