DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
to phrases
guarnizione f
gen. στυπιοθλίπτης
astronaut., transp. Δακτύλιος
environ. στοιχείο στεγανοποίησης; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη
industr., construct. επικόλληση; κν.γαρνιτούρα; συμπλήρωμα; διακόσμηση
life.sc., el. σÙνδεσμος στεγανοποíησης; σÙνδεσμος στήριξης
mater.sc. λαστιχένιος συμπαγής δακτύλιος
mater.sc., mech.eng. γαρνιτούρα; επένδυση
mech.eng. σύνδεση στεγανοποίησης
transp. λωρίδα αρμοκάλυψης; μπορντούρα; ποδιά
transp., industr. φλάντζα
transp., mech.eng. δακτύλιος στεγανοποίησης; επενδεδυμένο χαλύβδινο σύρμα χείλους ελαστικού επισώτρου; στεγανοποιητική διάταξη
guarnizione: 18 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Earth sciences1
Electronics1
Industry2
Leather1
Materials science2
Mechanic engineering8
Transport2