DictionaryForumContacts

   Italian
Google | Forvo | +
generatore eolico
environ. αιολικός σταθμός; αιολικός σταθμός παραγωγής ενέργειας
min.prod., mech.eng. γεννήτρια αιολικής ισχύος; αερογεννήτρια; αιολική ηλεκτρογεννήτρια; αιολικός στρόβιλος; ανεμογεννήτρια; ανεμοκινητήρας; ανεμομηχανή