camera | |
gen. | δωμάτιο |
med. | προθάλαμος; πρόδομος; θάλαμος; κοιλότητα |
E | |
med. | οξειδοαναγωγικό δυναμικό; δυναμικό οξειδοαναγωγής |
prima | |
gen. | πρώτη θέση |
colazione | |
gen. | μεσημεριανό γεύμα |
| |||
δωμάτιο | |||
προθάλαμος (atrium); πρόδομος (atrium); θάλαμος; κοιλότητα | |||
θάλαμος |
camera: 128 phrases in 25 subjects |