alleggerimento | |
commun. transp. | καθοδηγούμενη εκτροπή για ελάφρυνση της κυκλοφορίας |
per | |
gen. | για; προς; ώστε |
crediti inesigibili | |
stat. fin. | επισφαλές χρέος |
credito inesigibile | |
fin. | μη εισπράξιμη οφειλή |
| |||
καθοδηγούμενη εκτροπή για ελάφρυνση της κυκλοφορίας | |||
αφαίρεση καυσίμου; ενδομεταφορά καυσίμου |
alleggerimento: 12 phrases in 4 subjects |
Construction | 2 |
Economy | 2 |
Taxes | 1 |
Transport | 7 |