accordo | |
econ. | συμφωνία |
el. | συντονισμός; συντονισμός κυκλώματος |
environ. | συμφωνία; σύμβαση; συμφωνία |
law | συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον |
law commer. polit. | διακανονισμός |
diritti speciali o esclusivi | |
law commer. | ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα |
| |||
συντονισμός; συντονισμός κυκλώματος | |||
συμφωνία; συναίνεση; συμβόλαιον | |||
διακανονισμός | |||
σύμφωνο | |||
| |||
συμφωνία; συμφωνία νομικός όρος | |||
| |||
συμφιλιώνω | |||
| |||
συμφωνία (ΕE) | |||
| |||
σύμβαση |
accordare: 1021 phrases in 52 subjects |