abbassamento | |
gen. | καθοδικό κύμα |
agric. construct. | μείωση; πτώση |
construct. | μετωπίδα; γύρισμα |
law social.sc. | έκπτωση |
livello di vita | |
environ. | βιοτικό επίπεδο |
| |||
καθοδικό κύμα | |||
μείωση; πτώση | |||
μετωπίδα; γύρισμα | |||
έκπτωση | |||
πτώση στάθμης |
abbassamento: 81 phrases in 19 subjects |