DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
vandafledning n
construct. απόληψη νερού; εκτροπή νερού; εξάπλωσις ύδατος εις πλημμυρικά φαινόμενα
environ. αποστράγγιση; αποξήρανση; αποστράγγιση/αποξήρανση
transp. αφυδάτωση