tank | |
gen. | τανκς; άρμα μάχης |
agric. | ντεπόζιτο; μεταλλικό δοχείο |
industr. construct. met. | λεκάνη φούρνου |
Mellem | |
comp., MS | Μεσαίο μέγεθος |
OG | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
totalopblandingstank | |
environ. | αντιδραστήρας πλήρους ανάμειξης |
| |||
τανκς; άρμα μάχης | |||
ντεπόζιτοκν.; μεταλλικό δοχείο | |||
λεκάνη φούρνου | |||
δεξαμενή |
tank: 60 phrases in 16 subjects |