DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
shampoo n
health., chem. παρασκεύασμα για το λούσιμο των μαλλιών; σαμπουάν; σαμπουάν μαλλιών
Shampoo n
gen. Σάπων για το τριχωτό της κεφαλής; Σαμπουόν