DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
to phrases
rensemiddel n
chem. υγρό καθαρισμού μεταλλικών επιφανειών; μέσο απορρυπάνσεως; διάλυμα αποξείδωσης; καθαριστικό υγρό για την επιφάνεια των μετάλλων
econ., stat., chem. απολιπαντικό
environ. απορρυπαντικό; Απορρυπαντικά
transp. απορρυπαντικός
rensemiddel: 5 phrases in 4 subjects
Chemistry1
Health care2
Mechanic engineering1
Municipal planning1