DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
prøvebalance n
market., fin. δοκιμαστικός ισολογισμός; ισοζύγιο; ισοζύγιο γενικού καθολικού; ισολογισμός για επαλήθευση; ισολογισμός υπό δοκιμή; προσωρινός ισολογισμός