DictionaryForumContacts

   Danish
Google | Forvo | +
postgirokonto n
fin. τρεχούμενος ταχυδρομικός λογαριασμός; λογαριασμός ταχυδρομικών επιταγών
market., fin. εντολή προς ταχυδρομείο για πληρωμή ορισμένου ποσού από τον τηρούμενο σε αυτό λογαριασμό του εκδότη; ταχυδρομική επιταγή